- καπνοθάλαμος
- ὁεξάρτημα στους ατμολέβητες το οποίο βρίσκεται στην προέκταση τής εστίας ή πάνω από αυτήν και όπου εισέρχονται τα θερμά αέρια τής καύσης πριν φθάσουν στην καπνοδόχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σπυρ. Α. Κριτσελή].
Dictionary of Greek. 2013.